
Ο Γιάννης Κούρος είναι ένας από τους πιο γνωστούς αλλά και ιστορικούς Έλληνες υπερδρομείς, με εκατοντάδες αθλητικές επιτυχίες στο βιογραφικό του. Ένας άνθρωπος – αίλουρος, ο οποίος κατάφερε να τρέξει με 12 χιλιόμετρα/ώρα, σε υπερμαραθώνιες αποστάσεις, περιορισμένες σε χρόνους που ένας κοινός θνητός δε θα τολμούσε να ξεστομίσει, πόσο δε μάλλον να καλύψει.
Σκεπτόμενοι την κάλυψη μεγάλων αποστάσεων, συχνά ο νους ταξιδεύει σε εικόνες φυσικής ρώμης, εντυπωσιακών προπονήσεων, σωματικών ικανοτήτων οι οποίες χρωστούν την ύπαρξή τους σε διατροφικά και αθλητικά πλάνα που επικεντρώνονται στην εκγύμναση του σώματος.
Κι όμως: Ο Γιάννης Κούρος παραδέχεται πως οφείλει σε αυτό τα ελάχιστα, σε σύγκριση με όσα του αποδίδει το πνεύμα του. Άλλωστε, το στοίχημα της επιτυχούς ολοκλήρωσης υπερμαραθωνίων διαδρομών, δεν κερδήθηκε ποτέ μονάχα με μια προσεγμένη δίαιτα ή μια σκληρή προγύμναση.
Γιάννης Κούρος: Λίγα λόγια για τη ζωή του
Ο υπερμαραθωνοδρόμος Γιάννης Κούρος γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1956, μέσα σε μια οικογένεια η οποία από τη γέννησή του, δήλωσε με κάθε τρόπο πόσο ανεπιθύμητος τής ήταν. Ο πατέρας του τον εχθρεύονταν και γινόταν συχνά κακοποιητικός, κι η μάνα του ακολουθούσε πιστά το πατρογραμμικό υπόδειγμα έλλειψης συναισθηματικής διαθεσιμότητας.
Έτσι, ο μικρός, τότε, Γιάννης Κούρος ξεκίνησε να συχνάζει σε γήπεδα και στάδια, εκτονώνοντας τη ματαίωση και τον πόνο που γεννούσε η αποξένωση από τον οικογενειακό του πυρήνα. Ήδη από το δημοτικό είχε ξεκινήσει να αθλείται, και οι επιδόσεις του εξαίρονταν από τους γυμναστές του.
Στα 16 του συμμετείχε στον πρώτο του πανελλήνιο αγώνα τρεξίματος, όπου έτρεξε «κρύος», χωρίς δηλαδή προθέρμανση, πέρα από κάποιες ασκήσεις που πρόλαβε να κάνει στο αργοπορημένο λεωφορείο που μετέφερε την ομάδα του. Και παρ’όλα αυτά, τερμάτισε δεύτερος.
Μην έχοντας στενούς δεσμούς με τους ανθρώπους που τον έφεραν στη ζωή, ο Γιάννης Κούρος αποφάσισε να φύγει στην Αθήνα για να τρέξει βιοποριστικά, σύντομα όμως επέστρεψε στην γενέτειρά του, όπου και ανέλαβε φύλακας του τοπικού σταδίου.
Τότε ξεκίνησε και η πραγματικά επαγγελματική διαδρομή, όταν το 1981 δοκίμασε να αναγορευθεί στον πρώτο Έλληνα που κατάφερε να τρέξει 100 χιλιόμετρα, καλώντας ο ίδιος κριτές από τον Σέγα για να τον αξιολογήσουν. Η απόσταση καλύφθηκε – οι κριτές όμως δεν ήλθαν ποτέ…
Τα επόμενα χρόνια, κάλυψε χιλιάδες χιλιομέτρων. Το 1983, 1984, 1986 και 1990 κατέκτησε τα χρυσά μετάλια στους υπερμαραθώνιους «Σπάρταθλον», σημειώνοντας χρόνους ρεκόρ, έχοντας τρέξει πολλές φορές για δύο, τρεις, ακόμη και πέντε συναπτές ημέρες (με τον ύπνο του να μετρά μόλις λίγα λεπτά).
Δεν έμεινε, δε, στα εν Ελλάδι επιτεύγματά του. Ο Γιάννης Κούρος ταξίδεψε για να τρέξει μακρινές αποστάσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, από τη Νέα Υόρκη μέχρι και το Σίδνεϊ.
Στην Αυστραλία, μάλιστα, μετεγκατεστάθηκε το 1990, αναζητώντας μία καλύτερη ζωή για εκείνον και την Πολωνή σύζυγό του, μαζί με τα παιδιά τους. Εκεί έλαβε την αυστραλιανή υπηκοότητα, και για λίγα χρόνια έτρεχε με τα χρώματα της χώρας, όπου και σπούδασε το άλλο μεγάλο του πάθος: τη σύνθεση μουσικής. Η διατριβή του έγινε πάνω στη φιλοσοφία του Νίκου Καζαντζάκη.
Πέρα από τον αθλητισμό… Ο τραγουδοποιός και φιλόσοφος Γιάννης Κούρος
Ο Γιάννης Κούρος είναι κάθε άλλο παρά ένας απλός προικισμένος υπερδρομέας. Οι αναζητήσεις του δεν περιορίστηκαν ποτέ στις αθλητικές του επιδόσεις, αντιθέτως, παράλληλα με τη γυμναστική, ασχολήθηκε με τη σύνθεση, την στιχουργική και τη φιλοσοφία. Άλλωστε, ως ένας αθλητής ο οποίος έτρεχε πνευματικά, δε θα μπορούσε να μην απασχολείται και με τέτοιες αναζητήσεις.
Για τον ίδιο, η ελληνική ορχηστρική μουσική αποτέλεσε έμπνευση «για να πετάξει», όπως λέει, με κυρίαρχη αυτή του Θεοδωράκη, και εν γένει το είδους του εντέχνου. Μα κι οι αξίες του ελληνισμού στάθηκαν εμψυχωτικές για τον ίδιο, σε σημείο στο οποίο τις βίωσε ως άλλες όψεις της ψυχής του, σαν να τις κουβαλά μέσα του.
Η έννοια της υπέρβασης κατέκτησε σημαντική θέση στο φιλοσοφικό του σύστημα. Ο Γιάννης Κούρος θεωρεί πως η αντοχή δεν είναι μία σωματική δεξιότητα, αλλά μία πνευματική και ψυχική διεργασία, αυτό που ονομάζει «ιδιοσυγκρασία της υπομονής», η οποία αποτελεί και μια προϋπόθεση, όπως και ένα θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της υπέρβασης.
Η υπέρβαση του πνεύματος, προκειμένου να ακολουθήσει και το σώμα, στάθηκε ως αφορμή για τη σπουδή στον Νίκο Καζαντζάκη. Το γνωμικό που διαπέρασε τη ζωή του, και έγινε τρόπος ύπαρξης ήταν «Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος» – στην κατηφόρα, στην ευκολία, είναι που βρίσκονται οι παγίδες.
Έχοντας αντιμετωπίσει σημαντικές δυσκολίες στη ζωή του, άλλωστε, ο Γιάννης Κούρος έμαθε πως μέσα από τη δυσκολία καλλιεργείται η ανθεκτικότητα και η πυγμή. Ο μεγαλύτερός του φόβος είναι η εγκατάλειψη του αγώνα, και για να καταφέρει να τον περιθάλψει κλήθηκε να τον συναντήσει ως ίσος προς ίσο, και να εκθέσει τον φόβο τον ίδιο στις αντίξοες ανηφορικές συνθήκες.
Αγωνιστικές και βιοποριστικές δυσκολίες
Ο Γιάννης Κούρος απογοητεύτηκε πολλές φορές από το ελληνικό κράτος. Όσο κι αν αγάπησε τα ιδανικά του ελληνισμού, τόσο βίωσε ως τροχοπέδη τη στάση των ιθυνόντων απέναντι στα αιτήματά του. Ως ένας άνθρωπος που προσκάλεσε σημαντικές αθλητικές επιτυχίες στη χώρα, η δική του υποδοχή από το κράτος υπήρξε τουλάχιστον φτωχή, αν όχι και υποβαθμιστική της προσφοράς του.
Αυτός ήταν και ο λόγος που μετανάστευσε. Δεν εμπιστευόταν το κράτος για την υποστήριξη που ήταν ικανό να δείξει σε έναν αθλητή. Ακόμη και όταν επαναπατρίστηκε, τα εχέγγυα των Ελλήνων πολιτικών για την αποκατάστασή του έγιναν στάχτη στο βυθό του βαρελιού δίχως πάτο που ονομάζουμε Ελλάδα.
Απογοητευμένος και από την οικογένειά του, η επιλογή μιας συζύγου διαφορετικής εθνικότητας ήταν συνειδητή. Έχοντας ως στόχο τη δημιουργία μιας δικής του οικογένειας, ο Γιάννης Κούρος θεώρησε ότι η εμπλοκή του με μια ακόμη ελληνική οικογένεια θα δυσκόλευε έναν πιθανό γάμο, εξαιτίας της παρεμβατικότητας και της εμπλοκής των γονέων στα ενήλικα παιδιά τους.
Αν το καλοσκεφτούμε, δεν είναι τυχαία η λαϊκή ρήση που υποστηρίζει ότι «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της». Παρ’όλα αυτά, ο Γιάννης Κούρος επέμεινε. Αγαπούσε βαθιά τη χώρα του κι είχε την ελληνική σημαία κίνητρο για να συνεχίσει να κατακτά τα ρεκόρ που έθετε για τον εαυτό του.
Το πνεύμα του, σε αντίθεση με το σώμα του, δεν καταπονήθηκε. Οι υπαρξιακές του δυσκολίες, όμως, δεν έτυχαν της ίδιας αντιμετώπισης με τις σωματικές. Ο ίδιος μιλούσε συχνά για τη ζημία που υπέστην εξαιτίας των υπερμαραθωνίων. Γόνατα, νύχια, νεφροί, κραδασμοί που ξεκινούσαν από τα πόδια και έφταναν στο κεφάλι…
Παρ’όλα αυτά, ο Γιάννης Κούρος υιοθέτησε το δόγμα της υπέρβασης ακόμα και στους τραυματισμούς του. Σιγά σιγά, βέβαια, απέκτησε ένα στυλ τρεξίματος πιο «οικονομικό» (χωρίς, δηλαδή, πηδήματα) όπως λέει ο ίδιος, προκειμένου να μειώσει το σωματικό πόνο.
Σήμερα, παρ’ότι από το 2014 μέχρι το 2022 έχει τρέξει ξανά μόλις δύο φορές, εξ αιτίας διαφόρων τραυματισμών, δηλώνει ότι δεν έχει κρεμάσει ακόμη τα παπούτσια του. Ένας άνθρωπος, άλλωστε, όπως ο Γιάννης Κούρος, με το σθένος που τον διακατέχει, δύσκολα μπορεί να… παραδώσει τα όπλα.
Πιστεύει πως αν κάποιος αθλητής πρόκειται να σπάσει ένα από τα ρεκόρ του, θα προέρχεται μάλλον από την Ασία, καθώς οι Ιάπωνες και οι Κινέζοι τείνουν να τρέχουν και εκείνοι πνευματικά, και όχι αποκλειστικά βασιζόμενοι στο σώμα τους.
Πολλοί άνθρωποι επιχείρησαν να αποκωδικοποιήσουν το αίνιγμα με όνομα Γιάννης Κούρος. Όσοι, όμως, προσπάθησαν, στάθηκαν στην απόδοση του κορμιού του, χωρίς να λαμβάνουν υπ’όψιν τους τις κομβικές πνευματικές προεκτάσεις από τις οποίες τρέφεται η αθλητική του απόδοση.
Ο Γιάννης Κούρος τοποθέτησε το Πνεύμα στην καρδιά της έννοιας του αθλητή. Κι αν με ρωτάτε ποιά είναι η ιδιότητα που ξεχωρίζει μεταξύ των πολλαπλών διαστάσεων της μεγάλης αυτής προσωπικότητας, πρώτα θα σας απαντούσα «φιλόσοφος», και έπειτα «υπερδρομέας».