Τέχνες

Η Μαρία Κάλλας μάς παραδίδει ένα Master Class

Δεν ξέρω τι ακριβώς περιμένεις να βρεις, μπαίνοντας στην αίθουσα για να παρακολουθήσεις το Master Class του Terrence McNally. Σίγουρα περιμένεις να δεις τη Μαρία Κάλλας. Ίσως να περιμένεις ακόμη να δεις τη βιογραφία της. Κατά μία έννοια θα τη δεις, αλλά αν περιμένεις μόνο αυτό, μάλλον θα μπερδευτείς.

Παρακολουθείς ένα Master Class με τη Μαρία Κάλλας

Η Μαρία Κάλλας μάς παραδίδει ένα Master ClassΟ τίτλος του έργου δεν είναι τυχαίος. Ένα πράγμα σου ξεκαθαρίζει η Μαρία Κάλλας που σε κοιτά επιβλητικά από τη σκηνή, με ένα βλέμμα που σε ισοπεδώνει. Βρίσκεσαι στο μάθημα.

Παρακολουθείς ένα Master Class. Τι περίμενες; Να τη δεις να τραγουδά; Αυτές είναι οι ερωτήσεις με τις οποίες εισάγεσαι στο έργο που δεν είναι έργο, αλλά κατάθεση αναμνήσεων και ψυχής.

Οι υπόλοιποι χαρακτήρες μιλούν, αλλά δεν ακούγονται. Ο λόγος που κυριαρχεί στο έργο –που σχεδόν καταδυναστεύει τους χαρακτήρες, τη σκηνή, τους θεατές, τα πάντα– είναι ένας. Είναι ο λόγος της Κάλλας. Οι σπουδαστές τραγουδούν συγκλονιστικές άριες κι όμως είναι σχεδόν σαν να σβήνουν.

Λειτουργούν περίπου σαν μέρος του «σκηνικού». Δεν υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το πού πρέπει να στρέψεις την προσοχή σου. Το βλέμμα σου δεν ξεστρατίζει από τον πυρήνα – την Κάλλας. Το κείμενο, λοιπόν, είναι κάτι πιο κοντά σε μονόλογο.

Το έργο του Terrence McNally

Το έργο Master Class του Terrence McNally (Αμερικανός συγγραφέας) βασίστηκε σε ένα σεμινάριο που έκανε η Μαρία Κάλλας στη Μουσική Σχολή Τζούλιαρντ στη Νέα Υόρκη, τη δεκαετία του ’70. Το έργο έχει παρουσιαστεί μεταξύ άλλων και στο Μπρόντγουεϊ κι έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές από κοινό και κριτικούς. Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1997-1998 σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, με την Κάτια Δανδουλάκη να υποδύεται την Κάλλας.

Μέσα από το έργο εντοπίζεις την Κάλλας στην περίοδο που η σταδιακή πτώση της έχει ξεκινήσει πια. Τα προβλήματα με τη φωνή της έχουν αρχίσει να γίνονται εμφανή.

Σε περιπαίζει και λίγο. Ετοιμάζεται να δείξει στη σπουδάστρια «πώς θα το έκανε εκείνη», ορθώνεται, τα φώτα χαμηλώνουν, σκέφτεσαι: «Αυτό είναι, θα τραγουδήσει». Και σταματά. Δεν λέει ούτε μισή νότα. Σου ξεκαθαρίζει πως δεν θα τραγουδήσει και σου μεταδίδει την αίσθηση πως δεν θέλει. Αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορεί πια.

Η Μαρία Κάλλας της Μαρίας Ναυπλιώτου

Η Μαρία Ναυπλιώτου απογειώνει τον ρόλο της Κάλλας σε βαθμό που παύει να είναι πια απλώς ένας ρόλος. Γίνεται η ίδια, μέσω της φωνής και της κινησιολογίας της, Κάλλας. Και άλλοτε γίνεται Ωνάσης και Μενεγκίνι για να σου μεταφέρει τα λόγια τους.

Άλλοτε μαζεύεται στη γωνιά της, ο φωτισμός χαμηλώνει και εκείνη μουρμουρίζει, σαν σε παραλήρημα ενός τρελού ή σαν να γκρινιάζει, τα όσα σκέφτεται, τα όσα έχει περάσει· όσα δεν θα έλεγε ποτέ στους μαθητές της. Όσα δεν θα έλεγε ποτέ σε εμάς, αλλά έχει τύχει να είμαστε εκεί και να παρακολουθούμε αυτήν την απόπειρα να ψυχαναλύσει τον εαυτό της.

Η Ναυπλιώτου δεν χάνει ανάσα. Ούτε μειώνει τον ρυθμό της, αλλά ούτε και την ένταση της φωνής της την οποία χειρίζεται σαν καλά κουρδισμένο όργανο. Η Κάλλας της είναι μια απαιτητική ντίβα, αλλά εύθραυστη. Μιλά σκληρά στους σπουδαστές επειδή ήταν και εκείνη σκληρή με τον εαυτό της. Επειδή τίποτα δεν της χαρίστηκε.

Δεν έχει την υπομονή να τους παρακολουθεί να κατακρεουργούν τις άριες που λατρεύει ή να μην κατανοούν τι, πώς και γιατί τραγουδούν. Ταυτόχρονα θέλει να είναι μεταδοτική. Αλλά καταλήγει να μεταδίδει την Κάλλας. Και, όπως λέει και η ίδια, κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να τραγουδήσει όπως η Μαρία Κάλλας. Μονάχα η Μαρία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το αληθινό της όνομα.

Μια γυναίκα που δεν αγαπήθηκε ποτέ

Η Μαρία Κάλλας αγάπησε την όπερα. Ήθελε να αγαπήσει και να αγαπηθεί και στη ζωή της. Η ανάγκη της είναι εμφανής και ταυτόχρονα συγκλονίζει. Γιατί ήταν μια γυναίκα που αγαπήθηκε από το κοινό της (αν και ορισμένες φορές ούτε καν το κοινό δεν ήταν υπέρ της), αλλά δεν αγαπήθηκε ποτέ πραγματικά στην προσωπική της ζωή. Η Ναυπλιώτου μεταφέρει με τρομερή ένταση το πόσο οι άνθρωποι γύρω της τής ράγισαν την καρδιά. Από την ίδια της την οικογένεια, μέχρι και τον Ωνάση.

Παράλληλα, σου μεταδίδει τη σταθερή ανησυχία του καλλιτέχνη. Την ανάγκη του για το χειροκρότημα και την αποδοχή του κόσμου. Η Μαρία Κάλλας βροντοφωνάζει πως δεν την ενδιαφέρει τι λένε οι άλλοι για εκείνη. Αλλά θέλει το χειροκρότημά τους. Αγαπά και μισεί το κοινό. Θέλει να το υποτάξει, γιατί είναι ο εχθρός και το θέατρο είναι μια πάλη.

Σου τονίζει πως όταν τραγουδά δεν είναι χοντρή, ούτε άσχημη, ούτε η γυναίκα ενός γέρου. Είναι η Κάλλας. Όλα όσα ήθελε να γίνει.

Οι εξαιρετικές σοπράνο, Εύα Γαλογαύρου και Λητώ Μεσσήνη, ο τενόρος, Γιώργος Φλωράτος και ο πιανίστας, Πέτρος Μπούρας, πλαισιώνουν άρτια, με τις υπέροχες ερμηνείες τους, την Μαρία Ναυπλιώτου. Η σκηνοθεσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου δεν αφήνει το θεατή να κουραστεί, αλλά ούτε και να ξαποστάσει.

Το έργο σε απορροφά, σε παρασέρνει και καταλήγεις να παρακολουθείς μαγεμένος. Οι έξυπνες εναλλαγές του φωτισμού και η άμεση επαφή του έργου με τους θεατές είναι κομβικά στοιχεία που συμβάλλουν σε αυτό.

Αξίζει να δεις αυτήν την παράσταση, όχι για να μάθεις ποια ήταν η Μαρία Κάλλας. Αυτό, πάνω κάτω, το ξέρεις ήδη. Αξίζει να τη δεις για αφήσεις την Κάλλας να σου πει ποια ήταν η Μαρία Καλογεροπούλου. Πώς αντιλαμβανόταν και αντιμετώπιζε την τέχνη της. Και μέσα από αυτήν, τον ίδιο της τον εαυτό.

Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Γράψτε ένα σχόλιο...

Back to top button
Συναίνεση GDPR σε Cookie με το Real Cookie Banner

Adblock Detected

Υποστηρίξτε την δουλειά μας απενεργοποιώντας το adblock για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να γράφουμε για εσάς ποιοτικό περιεχόμενο.