Η Μητέρα Τερέζα έμεινε στην ιστορία ως ένα πρόσωπο συνώνυμο της έννοιας της φιλανθρωπίας.
Γεννηθείσα το 1910 με όνομα Anjezë Gonxhe Bojaxhiu, ανακάλυψε σε κάποιο ταξίδι της στην Ινδία τις τρομακτικές δυσχέρειες του φτωχού λαού της χώρας, και αποφάσισε να αναλάβει έργο προς όφελός του.
Έγινε μοναχή το 1931, και λίγα χρόνια μετά ξεκίνησε να εργάζεται ως δασκάλα σε ένα σχολείο της ινδικής Καλκούτα, μιας πόλης στην οποία τελικώς θα έμενε για το υπόλοιπο της ζωής της, αφού από το 1950 και μετά ανέλαβε να συντονίσει ιεραποστολές με ιατροφαρμακευτικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα.
Η Μητέρα Τερέζα κέρδισε, μάλιστα, το Νόμπελ Ειρήνης για το 1979, μια απονομή που στηρίχθηκε στις λαοθάλασσες ανθρώπων που έσωσε από την πείνα, αλλά και τα νοσοκομεία που ίδρυσε για ανθρώπους που δεν είχαν πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη.
Το φιλανθρωπικό της έργο πλαισιώθηκε από την ίδρυση του οργανισμού «Missionaries of Charity», ο οποίος απέκτησε χιλιάδες μέλη, και μάλιστα είναι ενεργός μέχρι και σήμερα, 26 χρόνια αφότου η Μητέρα Τερέζα απεβίωσε εξαιτίας καρδιαγγειακής πάθησης.
Στις 19 Οκτωβρίου του 2003 ξεκίνησε η διαδικασία αγιοποίησής της από το Βατικανό, η οποία βασίστηκε σε ένα θαύμα που πραγματοποίησε η Μητέρα Τερέζα, θεραπεύοντας την καρκινοπαθή Monica Besra.
Η ασθενής δήλωσε ότι αφού κοίταξε τη φωτογραφία της, αναδύθηκε ένα λαμπερό φως και ο όγκος που είχε στο στομάχι ιάθηκε.
Η αγιοποίηση ολοκληρώθηκε το 2015, όταν αναγνωρίστηκε ένα δεύτερο θαύμα που υλοποίησε η Μητέρα Τερέζα, αυτή τη φορά θεραπεύοντας τις πολλαπλές εγκεφαλικές κακοήθειες ενός άνδρα.
Αυτή, βέβαια, είναι μονάχα η επίσημη ιστορία.
Η αλήθεια για τη Μητέρα Τερέζα
Όταν ανακοινώθηκε η εκκίνηση της διαδικασίας αγιοποίησής της, πολλοί ήταν εκείνοι που άρθρωσαν δημόσιο λόγο ενάντια στη Μητέρα Τερέζα και την εξιδανίκευση του έργου της.
Βέβαια, το ρεύμα αυτό είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν, όσο η ίδια ήταν ακόμη εν ζωή.
Η κριτική στη Μητέρα Τερέζα εκτείνεται σε 2 άξονες: Τις θρησκευτικές της αντιλήψεις για τη φιλανθρωπία και την οικονομική διαχείριση των δωρεών που δεχόταν καθημερινά από πλήθος κόσμου σε συνδυασμό με ποικίλες πολιτικές προεκτάσεις.
Ήταν πραγματικά φιλάνθρωπη η Μητέρα Τερέζα;
Το 1994 ο Christopher Hitchens στο ντοκιμαντέρ Hell’s Angel αποκαλύπτει ότι οι κλινικές που ίδρυσε η Μητέρα Τερέζα έπασχαν από προβλήματα και ελλείψεις που κατέληγαν ακόμη και θανατηφόρα, με τη θνησιμότητα να υπολογίζεται στο 40%.
Μάρτυρες του έργου της, με πρωτοστάτρια μία εθελόντρια ιεραπόστολο, αφηγούνται μία πολύ διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που προώθησαν τα media για την (πλέον) Αγία Μητέρα Τερέζα.
Οι ασθενείς που φροντίζονταν από τις υποδομές αυτές δέχονταν το ελάχιστο της μέριμνας που χρειάζονταν για να μπορέσουν να ζήσουν. Σύμφωνα με πολλούς αυτόπτες μάρτυρες, οι χώροι στους οποίους φυγαδεύονταν οι ασθενείς έμοιαζαν με ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Οι βελόντες που χρησιμοποιούνταν πλένονταν με νερό βρύσης και επαναχρησιμοποιούνταν, ενώ το ιατρικό προσωπικό συχνά αντικαθιστούσαν ανεκπαίδευτοι εθελοντές, γεγονότα που δυσχέραιναν την υγεία των θεραπευομένων, πολλοί εκ των οποίων βρίσκονταν σε ανοσοκαταστολή.
Μάλιστα, ο Hitchens ισχυρίζεται ότι η Μητέρα Τερέζα είχε δηλώσει ότι δεν είναι κοινωνική λειτουργός, και πως ό,τι κάνει, το κάνει για την εκκλησία, κάτι που τον οδήγησε να πιστέψει ότι ο πραγματικός λόγος των ιεραποστολών δεν ήταν η ανατροπή της φτώχειας και της αρρώστιας, αλλά ο προσηλυτισμός των εχόντων ανάγκη στον Καθολικισμό…
Την υπόθεση αυτή επικύρωσε και ο Mohan Bhagwat, επικεφαλής μίας ενεργής ινδουιστικής συλλογικότητας που βίωσε την Ινδία κατά την περίοδο που δρούσε εκεί η Μητέρα Τερέζα.
Ποιές προβληματικές πεποιθήσεις υποστήριξε η Μητέρα Τερέζα…
Η Μητέρα Τερέζα εναντιώθηκε κάθετα στις αμβλώσεις. Θεωρούσε ότι είναι το μεγαλύτερο αμάρτημα που μπορεί να κάνει μία γυναίκα, καθώς όταν αντέχεις να «σκοτώσεις» το παιδί σου, δεν υπάρχει κανένας ανασταλτικός παράγοντας από το να σκοτώσεις οποιονδήποτε άλλο.
Κάπου, βέβαια, φαίνεται πως λησμονούσε το γεγονός ότι οι άνθρωποι που φρόντιζε είτε είχαν βρεθεί σε συνθήκες πολέμου, στις οποίες η σεξουαλική κακοποίηση και ο βιασμός αποτελούν τη νόρμα, είτε είχαν γεννηθεί και επιβιώσει σε συνθήκες φτώχειας και έλλειψης παιδείας, επομένως με ελλιπείς γνώσεις για την αντισύλληψη.
Σαν όμως να μην έφτανε αυτό, φαίνεται πως η Μητέρα Τερέζα αντιλαμβανόταν και την ίδια την ίαση μέσα από έναν ηθικά αλλοιωμένο, θρησκευτικά δογματικό φακό.
Θεωρούσε πως οι ασθενείς δε χρειάζονταν απαραίτητα ιατρική φροντίδα, αλλά μονάχα την αποδοχή της αλήθειας του Θεού, ο οποίος θα τους υποδέχονταν στην ύστατή τους κατοικία.
Δεδομένης αυτής της της στάσης, γίνεται αντιληπτό από τον καθένα ότι η δική της νοσηλεία σε σύγχρονες κλινικές της Δύσης ήταν αδύνατον να μην εκληφθεί ως μία έντονα υποκριτική πράξη, ανεξαρτήτως εάν οι ισχυρισμοί του οικείου περιβάλλοντός της ήταν ότι δεν ήταν δικό της αίτημα.
Ταυτόχρονα, επειδή η Μητέρα Τερέζα δήλωνε υπέρμαχος του «φυσικού οικογενειακού προγραμματισμού», οι ενδείξεις δείχνουν ότι δεν ήταν ούτε οπαδός της αντισύλληψης, κάτι που μπορεί να αποβεί, όπως είναι αντιληπτό, καταστροφικό για πολλές ομάδες ανθρώπων, πόσο δε μάλλον σε χώρες υπό ανάπτυξη.
…αλλά και ποιές προβληματικές προσωπικότητες;
Μιλώντας για τον κοινωνικό ιστό που περιέβαλε τη Μητέρα Τερέζα, δεν μπορεί να αγνοηθεί η σχέση της με αμφιλεγόμενα πολιτικά πρόσωπα, αλλά και η δημόσια υποστήριξη που τους παρείχε.
Εδώ χρειάζεται να γίνει μία σημαντική διευκρίνιση: Ένα πρόσωπο με επιρροή τέτοιου βεληνεκούς όπως η Μητέρα Τερέζα, όταν προχωρά στο να εκφράσει δημοσίως τη φιλία της με πρόσωπα που απασχολούν εξ ίσου τη δημόσια σφαίρα προχωρά σε μία πολιτική δήλωση.
Η πρόθεση, λοιπόν, αυτών των κριτικών δεν είναι απλώς το να κοιτάξουν μέσα από την κλειδαρότρυπα του ιδιωτικού βίου, αλλά να καλλιεργήσουν ενημερότητα για το πώς η έγκριση ενός πολιτικού προσώπου από μία προσωπικότητα με τέτοιο κύρος, όπως η Μητέρα Τερέζα, είναι μία πολιτική πράξη η ίδια.
Η Αγία Τερέζα, λοιπόν, κατά τη διάρκεια της ζωής της σχετίστηκε με εξαιρετικά διεφθαρμένους ανθρώπους.
Η πρώτη περίπτωση ήταν αυτή του Jean-Claude Duvalier, δικτάτορα της Αϊτής και εγκληματία πολέμου.
Η Μητέρα Τερέζα είχε εκφράσει την εκτίμησή της για τον ίδιο και τη σύζυγό του πολλάκις, σχολιάζοντας μάλιστα πόσο εντυπωσιακό ήταν για εκείνη ότι ο λαός της Αϊτής έμοιαζε να νιώθει άνεση υπό αυτή την ηγεσία, ως εκ τούτου αγνοώντας προκλητικά τη συστημική κακοποίηση στην οποία υπέβαλε τους πολίτες ο Duvalier.
Η δεύτερη περίπτωση μιας φιλίας που εγείρει υποψίες επισφραγίστηκε σε ένα συμβάν στο οποίο η Μητέρα Τερέζα υποστήριξε ανοικτά τον Charles Keating στο δικαστήριο, παρακαλώντας για μία επιεική μεταχείριση.
Ο φίλος της κατηγορείτο για κερδοσκοπία εις βάρος του Αμερικανικού λαού, κάτι που κόστισε συνολικά πάνω από 100 δισεκατομμύρια.
Αναρωτιέται, βέβαια, κανείς πόσο τυχαίο ήταν το γεγονός ότι η σχέση τους είχε επισφραγιστεί προηγουμένως από μία γενναιόδωρη δωρεά ύψους 1,25 εκατομμυρίων δολλαρίων.
Εξ άλλου, όταν η συζήτηση έρχεται στο ζήτημα των οικονομικών, εκεί τα πράγματα θολαίνουν ακόμη περισσότερο: Κανείς δε γνωρίζει πού κατέληξαν τα χρήματα που αποκόμισε η Μητέρα Τερέζα από τις παχυλές δωρεές των πλουσίων φίλων της.
Αντίστοιχα, δεν είναι γνωστό ούτε το συνολικό ποσό της περιουσίας που άφησε πίσω της η Αγία. Ωστόσο, κάποιοι υπολογισμοί θέλουν τη Μητέρα Τερέζα να ξόδεψε μόνο το 7% των χρημάτων που είχε στην κατοχή της.
Τι μαθαίνουμε από την σκοτεινή ιστορία για τη Μητέρα Τερέζα;
Βουτώντας βαθύτερα στα σκοτεινά νερά της ιστορίας της Αγίας, διαπιστώνει κανείς ότι η φιλανθρωπία μπορεί να αποτελέσει μία βολική και συμφέρουσα «βιτρίνα» για κάθε είδους παρεκκλίσεις, σε θρησκευτικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.
Υπό τον μανδύα του προνομίου, οι φτωχοί άνθρωποι εργαλειοποιούνται και χρησιμοποιούνται προς άγραν εντυπώσεων, ενώ στην πραγματικότητα το θεμελιώδες πρόβλημα της πείνας, της φτώχειας και των μεταδοτικών ασθενειών δε λύνεται.
Το απογοητευτικότερο όλων στην υπόθεση είναι ότι αποδεικνύεται αριθμητικά ότι τα χρηματικά ποσά που περνούν μέσα από τα χέρια προσώπων όπως η Μητέρα Τερέζα είναι αρκετά για να μπορέσουν να τραβήξουν χώρες ολόκληρες έξω από τον κλοιό της θανατηφόρου ανέχειας.
Φαίνεται, όμως, ότι ανακυκλώνονται από τους ίδιους κύκλους ανθρώπων από τους οποίους και προέρχονται, και, όσο απλοϊκή και αν μοιάζει αυτή η σκέψη, διερωτάται, τελικά, κανείς: Θα πραγματοποιούνταν φιλανθρωπίες τέτοιου βεληνεκούς αν δεν υπήρχε κανένα κέρδος για τους έχοντες την εξουσία και τα χρήματα;