Για να κατανοήσει κανείς τι εστί μισαναπηρισμός, θα πρέπει να επισημανθεί μία συνθήκη αυτονόητη για κάποιους εξ ημών: Το γεγονός ότι αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε τη ζωή μας, αλλά και τη ζωή των υπόλοιπων ανθρώπων γύρω μας, υπό όρους αρτιμέλειας.
Καθημερινά προχωράμε στο δρόμο, βαδίζουμε προς το χώρο εργασίας μας, ακούμε και βλέπουμε ικανοποιητικά και είμαστε σε θέση να ενσωματωνόμαστε σε κοινωνικά συστήματα εκπαίδευσης, εργασίας και διαπροσωπικών σχέσεων χωρίς ιδιαίτερα εμπόδια.
Αυτό δεν ισχύει, όμως, για όλους. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ζουν την καθημερινότητά τους σε έναν κόσμο φτιαγμένο, μεν, υπό αυτούς τους ίδιους όρους αρτιμέλειας, εχθρικό δε απέναντι σε κάθετι δεν πληροί τα κριτήρια που έχει θέσει μια κοινωνία που στο διαφορετικό απαντά με περιθωριοποίηση.
Το φαινόμενο αυτό αποκαλείται μισαναπηρισμός (disablism).
Ο Goodley μιλά για τον μισαναπηρισμό στο βιβλίο του “Dis/ability studies: Theorising disablism and ableism” (2014).
Ορίζει το φαινόμενο ως «ένα σύνολο υποθέσεων, αντιλήψεων και πρακτικών που αψηφά τα δικαιώματα των αναπήρων, αντιμετωπίζει τα ανάπηρα άτομα ως κατώτερα και τα οδηγεί σε μια σειρά αποκλεισμών».
Με απλά λόγια, ο μισαναπηρισμός είναι ένα σύστημα στάσεων της κοινωνίας το οποίο υποβαθμίζει την αξία των αναπήρων μέσα από μια πολλαπλή περιθωριοποίηση που οδηγεί σε εξαιρετικά μειωμένες ευκαιρίες για τα άτομα με αναπηρία.
Στον αντίποδά του βρίσκεται η έννοια της εξιδανικευμένης κανονικότητας (ableism), μια κοινωνική συνθήκη στην οποία η έλλειψη αναπηρίας (ιδίως όταν αυτή είναι ορατή) αποτελεί τον χρυσό κανόνα της διαβίωσης αλλά και συμβίωσης του κοινωνικού συνόλου.
Απλούστερα, μια κοινωνία που εξιδανικεύει την κανονικότητα είναι αυτή που λαμβάνει ως αυτονόητο ότι δεν υπάρχουν ανάπηρα άτομα μεταξύ των μελών της.
Το φαινόμενο είναι πολυεπίπεδο και διαπνέει όλες της σφαίρες της ζωής των αναπήρων.
Ο μισαναπηρισμός στην εργασία
Οι ανάπηροι αντιμετωπίζουν υψηλά ποσοστά ανεργίας. Αυτή είναι μια από τις σοβαρότερες μορφές αποκλεισμού, καθώς αναγκάζονται να βασιστούν σε πενιχρά προνοιακά επιδόματα.
Σε έρευνα του 2011, εργοδότες και υπάλληλοι τμημάτων ανθρωπίνου δυναμικού ερωτήθηκαν για ποιό λόγο πιστεύουν ότι άλλοι συνάδελφοί τους δε θα προσλάμβαναν ένα ανάπηρο άτομο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι:
- Υπάρχει ανησυχία για το κόστος των υποδομών, τις ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης και λοιπόν διευκολύνσεων που χρειάζεται ένα εργαζόμενο άτομο με αναπηρία
- Υπάρχει άγνοια για το πώς να διαχειριστούν τις ανάγκες των αναπήρων εργαζομένων, και δεν μπορούν να τις αξιολογήσουν, επειδή δεν επιτρέπεται να απευθύνουν ερωτήσεις για την αναπηρία
- Οι εργοδότες φοβούνται τις νομικές συνέπειες που ακολουθούν την πειθάρχηση ή την απόλυση ενός αναπήρου
- Πιστεύουν ότι οι ανάπηροι εργαζόμενοι δεν μπορούν να είναι παραγωγικοί και μπορεί να χειροτερέψει η αναπηρία τους, συνεπώς και η απόδοσή τους
Διαπροσωπικές και σεξουαλικές σχέσεις
Στο πεδίο των σχέσεων τα πράγματα είναι εξίσου δύσκολα. Τα ανάπηρα άτομα βιώνουν το φαινόμενο της βρεφοποίησης (infantilization), μια κατάσταση στην οποία γίνονται αντιληπτά ως, ακόμη, μικρά παιδιά, στα οποία δεν αξιώνεται το δικαίωμα στη δημιουργία σχέσεων αλλά και η επιθυμία και ικανότητα για σεξ.
Αυτό το πρόβλημα διογκώνεται στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει κάποια νοητική αναπηρία, και είναι μια αόρατη έκφανση αυτού που ονομάζουμε μισαναπηρισμός.
Επιπλέον, τα ποσοστά σεξουαλικής κακοποίησης των ατόμων με αναπηρία φαίνεται ότι είναι αρκετά υψηλά. Ακόμη συχνότερες είναι οι λιγότερο εμφανείς πτυχές της κακοποίησης και του αποκλεισμού μέσα σε σχέσεις, όπως είναι, μεταξύ άλλων:
- Η κακοποίηση μέσω της αυταρχικής διαχείρισης χρημάτων (financial abuse), όπου το ανάπηρο άτομο μπορεί να υποστεί συμπεριφορές στις οποίες το άλλο πρόσωπο της σχέσης παρακρατά τα χρήματά του, δεν το λαμβάνει υπ’όψιν σε καίριες οικονομικές αποφάσεις για την κοινή τους ζωή ή/και κλέβει χρήματα.
- Η συναισθηματική κακοποίηση
- Η παραμέληση
- Η κλοπή των φαρμάκων ενός αναπήρου από πρόσωπο με το οποίο σχετίζεται
- Η αρνητική αντίδραση του περιβάλλοντος ενός ατόμου χωρίς αναπηρία το οποίο σχετίζεται με ένα ανάπηρο άτομο, ειδικά σε ερωτικές σχέσεις
Ο μισαναπηρισμός στη γλώσσα
Ο τρόπος με τον οποίο αφηγούμαστε κάτι, ως κοινωνικό σύνολο, αντανακλά την πραγματικότητα του περιβάλλοντος. Είναι, δε, ικανός να διαμορφώσει πραγματικότητες και να διαπλάσει τον τρόπο με τον οποίο και οι επόμενες γενιές αντιλαμβάνονται τους αναπήρους.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα μπορεί να είναι:
- Η χρήση ενός όρου για να περιγραφεί κάτι χλευαστικό ή υποτιμητικό: «Καλά, αυτιστικός είσαι;»
- Η ουδετεροποίηση και βρεφοποίηση των αναπήρων: «Έχει έρθει αυτό το καημένο παιδάκι στο καροτσάκι», η οποία συχνά συνοδεύεται από μια αλλαγή στον τόνο της φωνής, όπως όταν μιλάμε και σε ένα μικρό παιδί
- Η έννοια των «ειδικών αναγκών»: Η κοινότητα των ατόμων με αναπηρία δεν αποδέχεται τον όρο «άτομα με ειδικές ανάγκες», καθώς υπονοεί έναν ακραιφνή διαχωρισμό
- Η απεύθυνση στους φροντιστές των αναπήρων αντί για τα ίδια τα άτομα
Μια κοινωνία φτιαγμένη για μερικούς, δεν είναι μια κοινωνία για όλους και επ’ουδενί δεν είναι μια κοινωνία ισότητας. Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το προνόμιο της υγείας είναι εύθραυστο, και μπορεί να αλλάξει μέσα σε μια και μόνο στιγμή.
Τα άτομα με αναπηρία είναι άτομα ολόκληρα, και δε χρειάζονται οίκτο, αλλά ούτε και μπορούν να ενσωματωθούν στην κοινωνία σε συνθήκες αδιαφορίας από το υπόλοιπο σύνολο. Οι ανάπηροι άνθρωποι δεν είναι η αναπηρία τους· η αναπηρία είναι μονάχα ένα κομμάτι της ζωής τους.