Ηεπιλογή του τρόπου με τον οποίο θα προχωρήσουμε στην ανατροφή ενός παιδιού δε γίνεται πάντα με συνειδητό τρόπο. Συνήθως, η δική μας εμπειρία ως παιδιά των δικών μας γονέων είναι αποφασιστική για τις συμπεριφορές που θα υιοθετήσουμε όταν αναλάβουμε τον υπεύθυνο αυτό ρόλο.
Σε συνδυασμό με τις περιορισμένες γνώσεις που διαθέτει ο καθένας μας προτού προχωρήσει στη δημιουργία της δικής του οικογένειας, συχνά καταλήγουμε στην υιοθέτηση συμπεριφορών και επικοινωνιακών μεθόδων οι οποίες δεν προάγουν μια ομαλή σχέση με το παιδί, αλλά και, μετέπειτα, τον ενήλικα που μεγαλώσαμε.
Σε αυτές τις ασυνέχειες έρχεται να απαντήσει το gentle parenting, που αποτελεί ένα από τα 4 κυρίαρχα στυλ γονεϊκότητας.
Τα στυλ γονεϊκότητας
Όταν μιλάμε για στυλ γονεϊκότητας, αναφερόμαστε σε ένα σύνολο μεθόδων και αντιλήψεων γύρω από την ανατροφή ενός παιδιού. Το είδος της γονεϊκότητας που ασκούμε απαντά σε διλήμματα για την πειθαρχία, την ψυχοσυναισθηματική επικοινωνία, την τιμωρία και τη διάκριση των ρόλων μεταξύ γονέων και παιδιών.
Οι κυρίαρχες κατηγορίες μεθόδων ανατροφής είναι τέσσερις. Το αυταρχικό, το αδιάφορο, το επιτρεπτικό και το δημοκρατικό (gentle parenting) στυλ γονεϊκότητας.
Αυταρχική μέθοδος ανατροφής
Χαρακτηρίζεται από μια σχέση εξουσίας μεταξύ γονιού και παιδιού, στην οποία η απειλή της τιμωρίας διαμεσολαβεί την επικοινωνία τους. Οι κανόνες είναι αυστηροί, ακόμα και σε σημεία τα οποία δεν αφορούν σε μια πραγματική ανάγκη για οριοθέτηση, ενώ τα σύνορα μεταξύ του τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται είναι κλειστά και άκαμπτα.
Έτσι, η επικοινωνία είναι μονόδρομη, καθώς η πληροφορία, σε αντίθεση με την περίπτωση του gentle parenting, κινείται μόνο από την πλευρά του γονιού προς το παιδί, με το τελευταίο να παραμένει σε μια συνθήκη σιωπής και απαγόρευσης, φοβούμενο πως αν εκφραστεί, θα τιμωρηθεί. Οι συνέπειες του αυταρχικού γονεϊκού στυλ είναι καταστροφικές για την έκβαση των σχέσεων.
Συχνά, σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά αποκτούν μυστικοπάθεια και έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους γύρω τους, ενώ μπορεί να καταφύγουν σε ψέματα και συμπεριφορές ακατάλληλες για την ηλικία τους, προκειμένου να αισθανθούν σε θέση να ελέγξουν τα ίδια τη ζωή τους. Η αποξένωση, δε, από την οικογένεια δεν είναι ένα απίθανο σενάριο, όταν το παιδί φτάσει στην ενηλικίωση, εκτός φυσικά και αν οι γονείς επιλέξουν να κινηθούν, έστω και αργότερα στη ζωή του, βάσει των αρχών του gentle parenting, αποκαθιστώντας τη σχέση.
Αδιάφορο γονεϊκό στυλ (Παραμέληση)
Στην περίπτωση αυτή, είναι αμφίβολο το αν μπορούμε, καν, να μιλήσουμε για γονεϊκότητα. Αφορά σε περιπτώσεις γονέων με ελάχιστη εμπλοκή στη σχέση τους με το παιδί, οι οποίοι είναι απόντες συναισθηματικά ή/και πρακτικά.
Οι γονείς που υιοθετούν την αδιαφορία σαν «μέθοδο» ανατροφής φλερτάρουν με την παραμέληση, και προκαλούν στα παιδιά τη δημιουργία πεποιθήσεων αναξιότητας να αγαπηθούν. Είναι δυσκολότερο ένας αδιάφορος γονέας να μεταπηδήσει σε ένα gentle parenting μοντέλο.
Συχνά, όταν φέρνουμε στον νου τη λέξη «παραμέληση» δημιουργούμε εικόνες κακοποίησης και αδυναμίας κάλυψης των βασικών αναγκών (τροφή, ένδυση κ.ο.κ). Μία λεπτότερη σημασία της παραμέλησης, όμως, σχετίζεται και με τη συναισθηματική αποστασιοποίηση του γονέα από το παιδί.
Παραμέληση μπορεί να είναι, για παράδειγμα, και η συστηματική αγνόηση του παιδιού όταν εκφράζει την ανάγκη του να συνδεθεί με τους γονείς του. Αυτό ασφαλώς και δεν σημαίνει ότι μπορούμε ως γονείς να είμαστε μονίμως διαθέσιμοι ή συναισθηματικά παρόντες για τα παιδιά μας.
Είναι η επαναληψιμότητα της συμπεριφοράς σε ένα βάθος χρόνου και η έλλειψη αυτεπίγνωσης αφ’ενός, και επικοινωνίας με το παιδί αφ’ετέρου, που καθιστά μια συνθήκη επιβλαβή.
Επιτρεπτικό στυλ γονεϊκότητας
Αυτός ο τρόπος ανατροφής συγχέεται συχνά με το gentle parenting. Ουσιαστικά, αφορά στην αντιστροφή της εξουσιαστικής σχέσης που δομείται σε ένα αυταρχικό γονεϊκό στυλ, με το παιδί να αναλαμβάνει το ρόλο του ατόμου το οποίο αποφασίζει στην οικογένεια.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα όρια είναι συγκεχυμένα ή ακόμη και ανύπαρκτα, και οι κανόνες είναι προαιρετικές συμβάσεις παρά το λόγο ύπαρξης τους. Οποιαδήποτε σύγκρουση με το παιδί θεωρείται ότι πρέπει να αποτραπεί, επομένως ο γονιός καταλήγει να συναινεί σε συμπεριφορές οι οποίες κατά την ανάπτυξη και την ενηλικίωση μπορεί να σταθούν ως τροχοπέδη στην κοινωνικοποίηση, την ανεξαρτησία και τη συναισθηματική ολοκλήρωση του παιδιού.
Gentle parenting (Δημοκρατικό στυλ γονεϊκότητας)
Σε αντίθεση με τις παρανοήσεις που μπορεί να δημιουργούνται σχετικά με το gentle parenting, αυτό δεν ταυτίζεται με το επιτρεπτικό γονεϊκό στυλ. Η μεγαλύτερή τους διαφορά έγκειται στα όρια τα οποία τίθενται σε εφαρμογή. Είναι μία μέθοδος ανατροφής που συνάδει με της αρχές της πρωτοπόρου παιδαγωγού Μαρίας Μοντεσσόρι, της οποίας μότο ήταν ότι τα όρια μας βοηθούν να νιώθουμε ελεύθεροι.
Όπως αναφέρθηκε, στις περιπτώσεις του αυταρχικού και του επιτρεπτικού τρόπου ανατροφής, έχουμε την εγκαθίδρυση σχέσεων εξουσίας. Αντιθέτως, το gentle parenting προάγει τη συνεργασία μεταξύ γονέα και παιδιού, μέσα από μια διαδικασία ενήμερης καθοδήγησης η οποία λαμβάνει υπ’όψιν τα αναπτυξιακά στάδια ενός μικρού ενήλικα.
Επομένως, υιοθετώντας τις αρχές του gentle parenting δεν μεγαλώνουμε ένα παιδί που θα μείνει παιδί, αλλά ένα παιδί το οποίο γνωρίζουμε και αποδεχόμαστε ότι θα μεγαλώσει, και γι’αυτό το λόγο επιθυμούμε να του δώσουμε όλα εκείνα τα εργαλεία που θα του επιτρέψουν να αυτονομηθεί, να αναπτύξει τον συναισθηματικό του κόσμο αλλά και να καταφέρει να συμβιώσει αρμονικά στα πλαίσια κοινωνικών συστημάτων.
Οι 4 πυλώνες του gentle parenting
Οριοθέτηση
Η οριοθέτηση είναι μια δεξιότητα που αφορά στην τοποθέτηση κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις των μελών της οικογένειας, και αποτελεί το κομβικό σημείο από το οποίο μπορούν να ανθίσουν συμπεριφορές που στηρίζονται στις αρχές του gentle parenting. Τα όρια που θέτει ένας γονιός χρειάζεται να είναι λογικά και δίκαια, επομένως όταν το παιδί ρωτά το λόγο που τίθενται, να μπορεί να του δοθεί μια τεκμηριωμένη απάντηση με νόημα για την ασφάλεια ή την εύρυθμη λειτουργία της καθημερινότητας και των αλληλεπιδράσεών του. Ως εκ τούτου, μια απάντηση όπως «Γιατί έτσι λέω εγώ που είμαι η μαμά σου!» δεν προσφέρει την επαρκή τεκμηρίωση, και παράλληλα συνάδει με έναν αυταρχικό τρόπο ανατροφής και όχι μια προσπάθεια για gentle parenting.
Τα όρια πρέπει, επίσης να είναι προσαρμοσμένα στις αναπτυξιακές ανάγκες του παιδιού. Ένα παιδί 14 ετών, για παράδειγμα, έχει διαφορετικές επιθυμίες και ανάγκες από ένα παιδί στα 16, αλλά και διαφορετικές ικανότητες σε επίπεδο γνωστικής ικανότητας και λήψης αποφάσεων. Για αυτό το λόγο, δεν μπορούν να είναι πολύ διαπερατά ή πολύ άκαμπτα, καθώς, εκτός από αδιαπραγμάτευτα όρια που αφορούν σε αντικειμενικές συνθήκες ασφαλείας του παιδιού, ως νοήμονες άνθρωποι υπό ανάπτυξη, μεταβάλλονται συνεχώς.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα οριοθέτησης
Η Χριστίνα είναι 16 ετών. Ζει με τη μαμά της, η οποία είναι χωρισμένη από τον πατέρα της, και έχει ξεκινήσει να βγαίνει ραντεβού.
Η Χριστίνα αισθάνεται ότι αν η μαμά της ξεκινήσει να γνωρίζει άλλους ανθρώπους, θα σταματήσει να την προσέχει και να την έχει κοντά της. Της κάνει παρατηρήσεις και το τελευταίο διάστημα ψάχνει το κινητό της, χωρίς η μαμά της να της έχει δώσει την άδεια.
Η μαμά της αντιλαμβάνεται ότι η Χριστίνα ψάχνει το κινητό της, και την καλεί να μιλήσουν.
Την ενθαρρύνει να της μιλήσει για τον προβληματισμό της και της εξηγεί πως παραμένει προτεραιότητά της η σχέση τους.
Όμως, της επικοινωνεί επίσης ότι νιώθει άβολα όταν η κόρη της ψάχνει το κινητό της, γιατί χάνει την αίσθηση της ιδιωτικότητάς της. Της εξηγεί ότι το κινητό είναι ένα προσωπικό αντικείμενο, και πως επιθυμεί η συμπεριφορά αυτή να σταματήσει. Συνδέει τη συμπεριφορά της Χριστίνας με τη φυσική της συνέπεια: Ότι κάτι τέτοιο μπορεί να την οδηγήσει στο να σταματήσει να εμπιστεύεται στην κόρη της τα προσωπικά της αντικείμενα.
Ταυτόχρονα, επειδή αντιλαμβάνεται την πηγή αυτής της συμπεριφοράς, καλεί τη Χριστίνα να μοιραστεί μαζί της τις απορίες της, και της εξηγεί ανοιχτά και χωρίς απολογητική χροιά ότι είναι εντάξει να βγαίνει ραντεβού.
Η έννοια των φυσικών και λογικών συνεπειών
Το gentle parenting δεν χρησιμοποιεί την τιμωρία, αλλά τις φυσικές και λογικές συνέπειες. Με την εφαρμογή των συνεπειών κάθε πράξης, επιστρατεύεται μια αντίδραση συναφής με το ατόπημα ή την εκάστοτε συμπεριφορά του παιδιού που χρειάζεται να διορθωθεί. Είναι, λοιπόν, εξατομικευμένη για να ανταποκριθεί στην κάθε ανεπιθύμητη συμπεριφορά ξεχωριστά, και μάλιστα αποφασίζεται είτε από τη φυσική ροή των πραγμάτων, είτε από τη λογική.
Πιο συγκεκριμένα, η μέθοδος των φυσικών και λογικών συνεπειών στο gentle parenting απομακρύνεται από τη λογική μιας αντίδρασης που θα λειτουργήσει σαν ποινή για το παιδί και θα είναι φαινομενικά ή/και πρακτικά ασυνάρτητη με την ανεπιθύμητη συμπεριφορά του. Αντιθέτως, προκύπτει από την ίδια την πράξη του παιδιού, και είτε έχει αποφασιστεί εκ των προτέρων κατά τη διαδικασία της οριοθέτησης, είτε αποφασίζεται από το παιδαγωγικό αποτέλεσμα που θέλει να επιτύχει ο γονέας.
Η διαφορά της τιμωρίας είναι ότι δεν ανταποκρίνεται στη συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα του γονέα, χωρίς να έχει ένα διδακτικό αποτέλεσμα, αλλά την καλλιέργεια φόβου στο παιδί. Συνήθως, η τιμωρία έχει μία υπόρρητη έννοια εκδικητικότητας, και δεν σχετίζεται με το λάθος του παιδιού. Όπως η περίπτωση των συνεπειών στο gentle parenting. Για παράδειγμα, μια κλασσική τιμωρία όπως η στέρηση του κινητού τηλεφώνου ενός εφήβου, δεν έχει κανένα παιδαγωγικό αποτέλεσμα, δεν αποτελεί τη φυσική συνέπεια ουδεμίας πράξης, και δεν προσδίδει κανένα εργαλείο ή εφόδιο στο παιδί.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα φυσικών συνεπειών
Ο Γιώργος, 6 χρονών, ζήτησε από τη μαμά του ένα μικρό ακριβό αυτοκινητάκι.
Η μαμά του προτού το αγοράσει, του εξήγησε ότι δεν θα μπορέσει να του αγοράσει σύντομα ένα αυτοκινητάκι ξανά, και του επεσήμανε ότι, επειδή έχει τύχει να χάσει πολλά από τα μικρότερα παιχνίδια του, θα πρέπει να είναι προσεκτικός. Ο Γιώργος έχασε το αυτοκινητάκι, και όταν ζήτησε άλλο, η μαμά του του υπενθύμισε αυτή τη συζήτηση.
Ο Γιώργος άρχισε να κλαίει και να φωνάζει δυνατά, και τότε η μαμά του τού είπε πως καταλαβαίνει ότι είναι στενοχωρημένος και πως μπορεί να πάρει χρόνο για να ηρεμήσει, χωρίς όμως να ενδώσει στο αίτημά του για ένα ακόμη καινούριο παιχνίδι.
Αυτή είναι μια φυσική συνέπεια, που διδάσκει ότι όταν χάνω ένα αντικείμενο, είναι δύσκολο να το αντικαταστήσω, για αυτό και θα πρέπει να είμαι πιο προσεκτικός στο μέλλον.
Ανεξαρτησία
Ο στόχος του gentle parenting είναι να μεγαλώσει ανθρώπους που αναλαμβάνουν το ρόλο του ενήλικα με επιτυχία και με μια γεμάτη εργαλειοθήκη για να διαχειριστούν τις καθημερινές προκλήσεις. Επομένως, καλεί τους γονείς να δείξουν εμπιστοσύνη στα παιδιά τους και να αντιμετωπίσουν την κοινή τους ζωή συνεργατικά.
Σε αυτή τη συνθήκη, το παιδί δεν βρεφοποιείται, αλλά αντιμετωπίζεται σαν ένα άξιο και ικανό άτομο το οποίο μπορεί να αναλάβει ευθύνες και να είναι ανεξάρτητο, σύμφωνα τουλάχιστον με την ηλικία και τη φάση ζωής στην οποία βρίσκεται. Έτσι, ενθαρρύνεται η συμμετοχή του παιδιού σε δραστηριότητες και υποχρεώσεις, αλλά και η αυτόνομη διεκπεραίωση όσων μπορεί από μόνο του να ολοκληρώσει.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα ανεξαρτητοποίησης
Η Βάλια είναι 5 χρονών, και πριν λίγο καιρό ξεκίνησε το νηπιαγωγείο.
Ο μπαμπάς της θέλει να υιοθετήσει έναν τρόπο ανατροφής κοντινότερο στο gentle parenting και αποφασίζει να ξεκινήσει με το να την ενθαρρύνει να αποφασίσει ποιά ρούχα θα φοράει τα πρωινά.
Η Βάλια επιλέγει ρούχα τα οποία είναι εντελώς αταίριαστα μεταξύ τους, και επιπλέον, είναι και εντελώς ακατάλληλα για την εποχή, καθώς δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις με ένα ζεστό μπουφάν το φθινόπωρο στην Ελλάδα!
Ο μπαμπάς της σκέφτεται να τη διορθώσει, όμως κάνει ένα βήμα πίσω, και αποφασίζει να μην της επισημάνει καθόλου την “παραφωνία” των ρούχων που έχει επιλέξει, αλλά να την καθοδηγήσει μόνο για το ζήτημα της θερμοκρασίας.
Έτσι, η Βάλια ξεκινά να ζητά να φορέσει και τα παπούτσια της μόνη της και μαθαίνει να δένει τα κορδόνια της.
Συναισθηματική επικύρωση
Εξασκώντας το gentle parenting, οι γονείς καλούνται να αναπτύξουν τη δεξιότητα της ενσυναίσθησης. Δεν αντιλαμβάνονται, λοιπόν, τα παιδιά σαν άτομα με επιφανειακά συναισθήματα, αλλά γυρνούν πίσω, στη δική τους παιδική ηλικία, και θυμούνται τα βιώματά τους και τα περίπλοκα συναισθήματα που βίωναν σε κάθε αναπτυξιακή φάση.
Σε αυτά τα πλαίσια, τα συναισθήματα είναι αποδεκτά ως αυθεντικές και καλοδεχούμενες φυσικές αντιδράσεις των παιδιών. Είναι εντάξει για όλα τα μέλη της οικογένειας να κλάψουν, να γελάσουν δυνατά, να εκφράσουν το άγχος ή το θυμό τους. Ωστόσο, οφείλουν να το κάνουν με έναν τρόπο ο οποίος δεν παραβιάζει την ελευθερία και την εμπιστοσύνη κανενός από τα μέλη.
Το συναίσθημα όλων αναγνωρίζεται και δεν ενοχοποιείται, βρίσκει, όμως, ένα περιβάλλον στο οποίο είναι επιτρεπτό να συζητηθεί. Αυτό σημαίνει ότι, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, οι γονείς μπορεί να χρειαστεί να γίνουν η φωνή του για να το βοηθήσουν να το εκφράσει. Έτσι, στα πλαίσια του gentle parenting η χρήση βοηθημάτων όπως για παράδειγμα ένας απλός τροχός συναισθημάτων ή κάρτες με εικόνες που απεικονίζουν συναισθηματικές καταστάσεις ενθαρρύνεται.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα συναισθηματικής επικύρωσης
Ο Στράτος είναι 9 χρονών. Αγαπά τα παιχνίδια φαντασίας, και με τα χρήματα που μάζεψε τα προηγούμενα χρόνια, αγόρασε μία πολύ μεγάλη φιγούρα του αγαπημένου του ήρωα, η οποία ήταν περιορισμένες έκδοσης.
Ο Άγγελος, ο αδερφός του, είναι 7 χρονών. Του ζήτησε να παίξει με τη φιγούρα, ο Στράτος όμως αρνήθηκε.
Όταν ο Στράτος έλειπε, ο Άγγελος μπήκε κρυφά στο δωμάτιό του, και προσπαθώντας να παίξει με το αγαλματίδιο, το έριξε από το ράφι, με αποτέλεσμα να σπάσει.
Ο Στράτος όταν γύρισε, θύμωσε και στενοχωρήθηκε πολύ. Ξεκίνησε να φωνάζει δυνατά και να χτυπάει τα χέρια του με δύναμη στην πόρτα, και τότε οι γονείς τους τον κάλεσαν για να μιλήσουν. Η συζήτηση έμοιαζε κάπως έτσι:
-Στράτο λυπάμαι πολύ για αυτό που συνέβη. Ξέρω πως ήταν σημαντικό για εσένα να έχεις τη φιγούρα, και είδα πόσο προσπάθησες να την αγοράσεις.
-Φαντάζομαι πόσο θυμωμένος αισθάνεσαι. Τι μπορείς να κάνεις για να βγάλεις το θυμό σου έξω χωρίς να χτυπήσεις;
-Θα ήταν μια καλή ιδέα να χτυπήσεις τα μαξιλάρια αντί για την πόρτα;
Κλείνοντας, αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε είναι ότι το gentle parenting δεν έχει σαν στόχο να ενσταλάξει ενοχές σε γονείς που λειτουργούν με διαφορετικούς τρόπους, αλλά να προσφέρει ένα συνειδητό τρόπο μεγαλώματος των παιδιών που θα διασφαλίσει την επιτυχία τους στο μέλλον, υπό όρους ανεξαρτησίας και συναισθηματικής ολοκλήρωσης.
Προσπαθώντας να εφαρμόσει κανείς τις αρχές του gentle parenting, βρίσκεται αντιμέτωπος και με τα δικά του τραύματα από την παιδική του ηλικία. Επομένως, κάποιες από τις αποκρίσεις του είναι πιθανό να στηρίζονται σε αυτό το τραύμα, και να μην έρχονται στην επιφάνεια με έναν υπολογισμένο ή ακόμα και συνειδητό τρόπο.
Αυτό, λοιπόν, που κρατάμε υπ’όψιν είναι ότι και μόνο η προσπάθεια εφαρμογής ορισμένων αρχών του gentle parenting μπορεί να είναι αρκετή για να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας με έναν τρόπο που τους αξίζει και που αρμόζει στη δική μας νοοτροπία.